Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Θα μπορούσαν να συμβούν στον καθένα, ε;

Τα παρακάτω γεγονότα συνέβησαν όταν ήμουν δυο-τριών χρονών. Δεν θυμάμαι σχεδόν τίποτα και όλα τα γεγονότα που θα εξιστορήσω βασίζονται στις αφηγήσεις της Μαμάς Ηρώς. Α! Και επειδή αυτές οι ιστοριούλες δεν μπορούν να γίνουν αυτοτελή ποστ, τις παραθέτω όλες μαζί εδώ.

Από το '92 μέχρι το '96 μέναμε με τους γονείς μου σε ένα διαμέρισμα στον πρώτο όροφο στην Οβρυά. Κάτω απ' το σπίτι -στο ημιυπόγειο- υπήρχε ένα συνεργείο. Σ' αυτό το συνεργείο δούλευε ο κύριος Κώστας, ο οποίος είχε πολύ καλό λόγο να κάνει ασφάλεια ζωής. Δεν ξέρω τι είχα στο μυαλό μου τότε, αλλά διασκέδαζα πολύ πετώντας μαχαιροπίρουνα, κατσαρολικά και τάπερ απ' το μπαλκόνι κατ' ευθείαν στην είσοδο του συνεργείου. Μάλιστα -απ' ότι ακούω- τρύπωνα κρυφά στην κουζίνα, έπαιρνα ό,τι έβρισκα, το πέταγα κάτω απ' το μπαλκόνι και έφευγα χαχανίζοντας. Ευτυχώς ο κύριος Κώστας ήταν κάλος άνθρωπος και αντί να κάνει καμιά μήνυση, το μόνο που είχε ζητήσει απ' την Μαμά Ηρώ ήταν ένα ασθενοφόρο με καρδιολόγο παρκαρισμένο απ' έξω επί μονίμου βάσεως, για παν ενδεχόμενο. Είμαι σίγουρη ότι του έκανα φοβερή εντύπωση όσο έμενα εκεί!

~

Κάποια στιγμή βαρέθηκα να τρομοκρατώ τον κύριο Κώστα -υποθέτω- και έψαχνα να βρω κάτι άλλο διασκεδαστικό να κάνω. Αυτή την ιστορία -σε αντίθεση με την προηγούμενη- την θυμάμαι πολύ καλά, παρόλο που ήμουν 4 ετών. Οπότε θυμάμαι ακριβώς τι σκεφτόταν το κεφάλι μου τότε, και ώρες ώρες απορώ και εγώ η ίδια με τον εαυτό μου.

Η Μαμά Ηρώ είχε βγάλει το σίδερο έξω και το 'χε αφήσει στο πάτωμα, με σκοπό να σιδερώσει τα ρούχα μου αργότερα. Εγώ είχα δει νωρίτερα κάτι μπλε σακούλες από ψώνια στην κουζίνα και ήταν πολύ ζαρωμένες και τσαλακωμένες και δεν μ' άρεσαν. Οπότε μου πέρασε μία φανταστική ιδέα απ' το μυαλό! Γιατί να μην τις πατήσω με το σίδερο, όπως είχα δει τη μαμά να κάνει τόσες φορές; Πάω λοιπόν, βάζω το σίδερο στην πρίζα, απλώνω τις σακούλες με σπουδή και ακουμπάω το καυτό σίδερο πάνω στη σακούλα. Πάω να κουνήσω το σίδερο πέρα δώθε -όπως έκανε και η μαμά- αλλά είχε κολλήσει. Σηκώνω αργά το σίδερο και βλέπω το πλαστικό να 'χει λιώσει και να φαίνονται μικρές μπλε κλωστές κολλημένες πάνω του. Ουάου! Αν και ενθουσιάστηκα πολύ με την ανακάλυψη αυτή, ήξερα ότι αυτό δεν θα της άρεσε της Μαμάς Ηρώς. Μια άλλη μέρα σειρά είχε ένα καλσόν που είχε πάρει το μάτι μου στα ασιδέρωτα. Οφείλω να ομολογήσω πως το καλσόν με απογοήτευσε, γιατί το μόνο που έκανε ήταν μία τρύπα εκεί που το έκαψα. Ούτε φαντασμαγορικές μπλε κλωστίτσες, ούτε τίποτα. Βαρετό.

~

Μετά μετακομίσαμε σε μία μονοκατοικία παραδίπλα. Για όσους δεν με ξέρουν (Καλά, σιγά μην με διαβάζει κανένας άγνωστος. Δεν έχω γίνει τόσο διάσημη ακόμα. Αλλά που λέει ο λόγος ρε παιδί μου.) ή απλά για όσους μ' έχουν δει και δεν το 'χουν προσέξει, τα δύο μπροστινά μου δόντια είναι ελαφρώς σπασμένα. Εδώ είναι η ιστορία! Να ξέρετε ότι ντρέπομαι πολύ για την συγκεκριμένη...

Τα δόντια μου τα έσπασα όταν ήμουν 8 χρονών. Θυμάμαι ήμασταν στο σαλόνι εγώ με την Ράνια (είδες; σε κάνω και διάσημη! τι άλλο θες πες μου!) και η Μαμά Ηρώ κάτι έκανε στην κουζίνα. Σ' αυτό το σημείο να θυμίσω στους απανταχού αναγνώστες ότι τότε παίζονταν η Εσμεράλδα, καθώς και πολλές άλλες τηλενουβέλες. Είχα το συνήθειο τότε να ακούω τα τραγούδια από όλες αυτές τις τηλενουβέλες και να τα τραγουδάω, ακόμα και αν ήταν σε μια άκυρη γλώσσα. Και κατάφερνα να ακούγομαι λες και ήξερα πράγματι τους στίχους, κιόλας! Για να επιστρέψω στην ιστορία - εκείνο το απόγευμα εγώ είχα την έμπνευση να πάρω ένα μαξιλάρι από τον καναπέ και να κάνω σκι πάνω του, τραγουδώντας ταυτόχρονα το τραγούδι τίτλων της Εσμεράλδας. Κάτι τέτοιο φανταστείτε, αλλά στο ίσωμα και με εμένα όρθια να τραγουδάω. Σε κάποια φάση λοιπόν δεν φρέναρα καλά και έπεσα με τα μούτρα στο πάτωμα. Το στόμα μου γέμισε αίματα, η Ράνια έπαθε κρίση πανικού και εγώ πήγα στη μάνα μου και της έδειξα γελώντας τι ήταν αυτός ο γδούπος. Η Μαμά Ηρώ -συνηθισμένη από κάτι τέτοια- προσπαθούσε ταυτόχρονα να συνεφέρει τη Ράνια και να πλύνει εμένα για να δει τι απώλειες είχαμε υποστεί.

~

Αυτή την πατέντα την σκέφτηκα μόλις επιστρέψαμε από ένα ταξίδι στην Ολλανδία.

Στην Ολλανδία -όπως και σε άλλες "ευρωπαϊκές" χώρες- έχουν ποδηλατόδρομους. Και έχουν και κάτι ποδήλατα πολύ γαμάτα που είναι για μαμάδες με μικρά παιδάκια, και κάτι άλλα για ζευγάρια. Σκέφτηκα, λοιπόν, να πάρω το καρεκλάκι μου και να το δέσω στη σχάρα του ποδηλάτου για να έχω και εγώ ένα τέτοιο ποδήλατο! Το καρεκλάκι όμως είχε άλλη γνώμη. Αποφάσισε ότι δεν ήθελε να συνεργαστεί, και τελικά απ' τα νεύρα μου το έπιασα και άρχισα να το κοπανάω κάτω μέχρι να γίνει χίλια κομμάτια. Ας πρόσεχε!

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Το μαξιλάρι

μυρίζει σαν εσένα, αλλά το μύρισα μόνο τρεις φορές. Τόσες επέτρεψα στον εαυτό μου. Ίσα για να εντυπώσω την ανάμνηση στη μνήμη μου, ίσα να πληγώσω το μυαλό μου λίγο ακόμα. Και μετά έδωσα να το μυρίσουν κι άλλοι, και τους λέω "να, δείτε, αυτή είναι η αύρα του ανθρώπου μου" αλλά μου λένε ότι δεν μυρίζουν τίποτα και ότι δεν έχω πια άνθρωπο.  Αλλά εγώ μέσα μου νιώθω λες και ζω μέσα σε ένα κακό όνειρο και απλά κάνω υπομονή να ξυπνήσω αλλά δεν ξυπνάω ποτέ και τελικά δεν είναι μόνο μέσα στο κεφάλι μου όλο αυτό και πονάω και φοβάμαι αλλά δεν φοβάμαι πια. Και δεν πονάω πια. Και δεν νιώθω πια.

Την πρώτη φορά που πετάξαμε αετό

-ή μάλλον που προσπάθησαν οι γονείς μου να πετάξουν- ήμουν δύο χρονών. Δεν είχε αέρα, οπότε ο αετός δεν ανέβηκε ποτέ. Και τότε (σύμφωνα με μαρτυρίες) έπιασα τον αετό με τα δύο -ομολογουμένως μικρά- χέρια μου και άρχισα να τον ταρακουνάω με απίστευτη τσαντίλα, γιατί σα δε ντρεπόταν που δεν ήθελε να πετάξει στον ουρανό. Το μυαλό μου τότε δεν μπορούσε να χωνέψει ότι δεν έφταιγε αυτό που έβλεπα μπροστά μου, αλλά η έλλειψη αέρα. Κάτι αόρατο δηλαδή, το οποίο δεν είχα τη δυνατότητα να αντιληφθώ. Τόσα χρόνια μετά, η κατάληξη αυτής της ιστορίας επαναλαμβάνεται στη ζωή μου κατά καιρούς. Αλλά εγώ -σαν ένα χαζό παιδάκι δύο χρονών- ακόμα τσαντιζομαι με τον αετό.

Πετάχτηκα κατά τις πέντε σήμερα

και μετά δεν μ' έπαιρνε ο ύπνος. Δεν ξέρω τί συνέβη, αλλά το συμπέρασμα είναι ότι τώρα, στις 10:30, πίνω τον πρώτο καφέ της ημέρας. Παίρνω το λεωφορείο αυτές τις μέρες γιατί δεν έχω όρεξη να διαχειριστώ τους οδηγούς της Αθήνας. Αυτό μου δίνει χρόνο να σκεφτώ πράγματα. Σήμερα το πρωί λοιπόν σκεφτόμουν για την ποιότητα των ανθρώπων. Δεν με καλύπτουν οι λέξεις «καλός» και «κακός» για να χαρακτηρίσω ανθρώπους. Το κριτήριο για μένα είναι ο βαθμός ενσυναίσθησης. Το πόσο ικανοί είμαστε να μπούμε ο ένας στα παπούτσια του άλλου. Αν το σκεφτείς, μπορεί ένας άνθρωπος να θεωρείται καλός (καλός χριστιανός, καλός επαγγελματίας, καλός οικογενειάρχης), αλλά να είναι ένα άτομο με παρωπίδες, ρατσιστής κλπ, που για μένα σημαίνει ότι έχει εξαιρετικά χαμηλό βαθμό ενσυναίσθησης. Βαριέμαι να το εξηγήσω παραπάνω, εμπιστεύομαι ότι έχεις καταλάβει τί εννοώ. Εν τέλει καταλήγω στο γεγονός ότι με αυτό το κριτήριο αξιολογώ τους ανθρώπους όλη μου τη ζωή. Δεν το είχα καταλάβει. Εκτός αυτού, αντιλαμβάνομαι ότι έχω