Σήμερα το πρωί γύρισα απ' τα Χανιά. Προσπαθώ απ' το απόγευμα που έχω ξυπνήσει να γράψω ένα ποστ που να περιγράφει τις στιγμές που πέρασα εκεί, αλλά δεν βρίσκω λόγια. Κοίταξα το κινητό μου, και είδα κάτι που είχα σημειώσει εκεί. Συνηθίζω να σημειώνω φλασιές που και που, μπας και αξιωθώ να τις περάσω εδώ σαν ολοκληρωμένες ιδέες.
Στο καράβι, όταν περίμενα να ανοίξουν για να κατέβουμε, είδα ένα κοριτσάκι. Παρακολούθησα τη συζήτηση που έκανε με τη μαμά του. Δεν θυμάμαι το θέμα, αλλά εκείνη την ώρα σκέφτηκα κάτι. Όταν ήμασταν πεντάχρονα, ζούσαμε μια πολύ απλοϊκή μορφή ζωής. Κοιμόμασταν όταν νυστάζαμε, τρώγαμε όταν πεινούσαμε, παίζαμε έξω στη γειτονιά όταν βαριόμασταν.
Από τη στιγμή που ξεκίνησα το δημοτικό βομβαρδιζόμουν με "πρέπει" και με "μη". Συνέχεια πιάνω τον εαυτό μου να προσπαθεί να καλύψει χρονικά περιθώρια, να υπακούσει σε κανόνες και να ανταποκριθεί σε προσδοκίες δικές μου αλλά και διαφόρων άλλων. Αυτό δεν έχει να κάνει με το σχολείο ή με τις σπουδές γενικότερα. Απλά όσο μεγαλώνεις, όλοι περιμένουν να φέρεσαι σαν μεγάλος.
Για μένα τα Χανιά δεν ήταν ούτε η ρακή που μας κερνούσαν απλόχερα οι ταβερνιάρηδες, ούτε τα τρελά ξενύχτια και οι μουρλοί που βάραγαν μπαλωθιές στις ταράτσες, ούτε και το απίστευτο και ασυνήθιστο -για μένα- φαγητό. Στα Χανιά -εκτός απ' το να περάσω καλά με την Ευτυχία, την Αλέ και την παρέα της (η οποία παρέα με έκανε να νοιώσω σαν καμιά διάσημη blogger)- κατάφερα να κοιμηθώ όταν νύσταζα, να φάω όταν πεινούσα και να βγω απ' το σπίτι όταν βαριόμουν.
Στα Χανιά, κατάφερα για πέντε μέρες να ζήσω σαν ένα ξέγνοιαστο, ζαλισμένο απ' τις ρακές και τις μπύρες, σκασμένο απ' το φαΐ, πεντάχρονο. Επιτέλους κατάλαβα το νόημα του όρου "φοιτητική ζωή". Πάντως, ο ύπνος στο σαλόνι του Λατώ δεν πρόκειται να μου λείψει. Άκου 'κει, "έτος ναυπήγησης: 1975"!
Στο καράβι, όταν περίμενα να ανοίξουν για να κατέβουμε, είδα ένα κοριτσάκι. Παρακολούθησα τη συζήτηση που έκανε με τη μαμά του. Δεν θυμάμαι το θέμα, αλλά εκείνη την ώρα σκέφτηκα κάτι. Όταν ήμασταν πεντάχρονα, ζούσαμε μια πολύ απλοϊκή μορφή ζωής. Κοιμόμασταν όταν νυστάζαμε, τρώγαμε όταν πεινούσαμε, παίζαμε έξω στη γειτονιά όταν βαριόμασταν.
Από τη στιγμή που ξεκίνησα το δημοτικό βομβαρδιζόμουν με "πρέπει" και με "μη". Συνέχεια πιάνω τον εαυτό μου να προσπαθεί να καλύψει χρονικά περιθώρια, να υπακούσει σε κανόνες και να ανταποκριθεί σε προσδοκίες δικές μου αλλά και διαφόρων άλλων. Αυτό δεν έχει να κάνει με το σχολείο ή με τις σπουδές γενικότερα. Απλά όσο μεγαλώνεις, όλοι περιμένουν να φέρεσαι σαν μεγάλος.
Για μένα τα Χανιά δεν ήταν ούτε η ρακή που μας κερνούσαν απλόχερα οι ταβερνιάρηδες, ούτε τα τρελά ξενύχτια και οι μουρλοί που βάραγαν μπαλωθιές στις ταράτσες, ούτε και το απίστευτο και ασυνήθιστο -για μένα- φαγητό. Στα Χανιά -εκτός απ' το να περάσω καλά με την Ευτυχία, την Αλέ και την παρέα της (η οποία παρέα με έκανε να νοιώσω σαν καμιά διάσημη blogger)- κατάφερα να κοιμηθώ όταν νύσταζα, να φάω όταν πεινούσα και να βγω απ' το σπίτι όταν βαριόμουν.
Στα Χανιά, κατάφερα για πέντε μέρες να ζήσω σαν ένα ξέγνοιαστο, ζαλισμένο απ' τις ρακές και τις μπύρες, σκασμένο απ' το φαΐ, πεντάχρονο. Επιτέλους κατάλαβα το νόημα του όρου "φοιτητική ζωή". Πάντως, ο ύπνος στο σαλόνι του Λατώ δεν πρόκειται να μου λείψει. Άκου 'κει, "έτος ναυπήγησης: 1975"!
Σχόλια