Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Απ' τους πιο αγαπημένους μου στον κόσμο.

Παππούς. Όταν ακούω αυτή τη λέξη, στο μυαλό μου έρχεται ένας ασπρομάλλης γέρος, με μπόλικο λάδι στα μαλλιά (γιατί κάποιος του είχε πει ότι με το ελαιόλαδο ξαναμαυρίζουν), χωρίστρα στο πλάι, κόκκινη ή πράσινη βερμούδα και φανέλα λευκή τιράντα. Ο παππούς μου.

Ο παππούς μου ήταν απίστευτα καλοσυνάτος. Βοηθούσε πάντα όπου χρειαζόταν (χωρίς να πάρει ποτέ άδεια), στο σπίτι γύριζε τα μεσημέρια φορτωμένος με τσάντες γεμάτες γλυκίσματα απ' τον φούρνο. Σαν πατέρας αλλά και σαν παππούς ήταν μάλαμα. Δεν μπορούσε να διανοηθεί να βαρέσει κανείς ποτέ παιδί, και καθόταν για παιχνίδια με τις ώρες. Θυμάμαι μια φορά έβαφα τα νύχια μου (ήμουν πέντε χρονών) και ήρθε να βάψω και τα δικά του, νομίζοντας ότι άμα το τρίψει λίγο θα φύγει. (Δεν έφυγε. Και δεν είχαμε καν ασετόν. Τρελό γέλιο.)

Σαν σύζυγος δυστυχώς δεν ήταν τόσο καλός, γιατί την γιαγιά μου την είχε κάνει τάρανδο. Να φανταστείτε είχε αρραβωνιαστεί κιόλας! Ο πατέρας μου στο δημοτικό τότε νομίζω.

Ο παππούς μου αρρώστησε πρώτη φορά τη δεκαετία του 80 (νομίζω). Είχε -απ' ό,τι έχω ακούσει- καρκίνο στις φωνητικές χορδές (εγώ δεν είχα γεννηθεί τότε). Του έκαναν χειρουργείο και έχασε τη φωνή του. Από τότε μίλαγε με ένα μηχάνημα που βούηζε και έκανε τις φωνητικές χορδές του να πάλλονται.

Όταν είχα ξεκινήσει το δημοτικό ο καρκίνος ξαναχτύπησε. Χειρουργεία, μακροχρόνιες νοσηλείες, απίστευτη ταλαιπωρία. Ο πατέρας μου δεν άντεχε να πηγαίνει στο νοσοκομείο γιατί μέσα μας όλοι ξέραμε ότι δεν θα ήταν τόσο τυχερός αυτή τη φορά.

Θυμάμαι μιά βραδιά που θα πηγαίναμε να τον δούμε στο νοσοκομείο. Είχε σηκωθεί απ' το κρεβάτι με το ζόρι για να ξυριστεί, «για να μην γρατζουνίσουν την γατούλα μου τα γένια».

Ο παππούς μου πέθανε ένα βράδυ στα μέσα Μαρτίου. Μας πήρανε τηλέφωνο απ' το χωριό και πήγαμε με ταξί. Θυμάμαι που δεν μας χρέωσε πολλά γιατί ξέχασε να πάρει διπλή ταρίφα.

Είναι λες και δεν το είχα πιστέψει μέχρι να βρω το φέρετρο στο κέντρο του σαλονιού. Ο παππούς μου ήταν κίτρινος σαν το λεμόνι και ακίνητος και αγέλαστος, με τα χέρια μπροστά του δεμένα με σκοινί.

Ο παππούς μου πέθανε με μια τρύπα στο λαιμό, χωρίς φωνή, χωρίς να έχει «ζήσει» τα τελευταία 25 χρόνια της ζωής του.

Και το τελευταίο άγχος του για μένα δεν ήταν πως θα τα πάω στο σχολείο ή τι θα σπουδάσω, αλλά να μην με γρατζουνίσουν τα γένια του όταν θα με φίλαγε. 

Σχόλια

Ο χρήστης JK O SΚΡΟΥΤΖΑΚΟS είπε…
Υστερα απο αρκετη απουσια καλοκαιριου περνώ απο τους φιλους να μαθω νεα τους και να ευχηθω για το νεο μηνα.Μακάρι αυτός ο μήνας να είναι όμορφος , γεμάτος με τύχη και πολλά χαμόγελα γιατί χρειαζόμαστε κάθε σταγόνα θετικής ενέργειας!Καλό μας μήνα λοιπόν -καλη εβδομαδα με υγεια πανω απ όλα και καλο φθινοπωρο!
πολυ ομορφη και ζεστη η αναρτηση σου.Να ζησεις και να θυμασαι παντα με αγαπη τον παππου σου.Τυχεροι που μεγαλωσαμε με παππου και γιαγια.
Ο χρήστης JK O SΚΡΟΥΤΖΑΚΟS είπε…
Αργω μερικες φορες να περασω απο το μπλοκοσπιτο σου αλλα δεν ξεχνω να ερθω για να μαθω νεα σου.Να εισαι παντα καλα και καλο υπολοιπο εβδομαδας!!
που χαθηκες;;Σταματησες να γραφεις;
Ο χρήστης Thunder είπε…
καλημερες!!!

εχω ετοιμάσει ήδη 3 νεα ποστς, το ενα ανεβηκε.. δεν προκειται να σταματησω, απλα εχω πολυ βαρυ προγραμμα φετος.. χαιρετισμους :)

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Το μαξιλάρι

μυρίζει σαν εσένα, αλλά το μύρισα μόνο τρεις φορές. Τόσες επέτρεψα στον εαυτό μου. Ίσα για να εντυπώσω την ανάμνηση στη μνήμη μου, ίσα να πληγώσω το μυαλό μου λίγο ακόμα. Και μετά έδωσα να το μυρίσουν κι άλλοι, και τους λέω "να, δείτε, αυτή είναι η αύρα του ανθρώπου μου" αλλά μου λένε ότι δεν μυρίζουν τίποτα και ότι δεν έχω πια άνθρωπο.  Αλλά εγώ μέσα μου νιώθω λες και ζω μέσα σε ένα κακό όνειρο και απλά κάνω υπομονή να ξυπνήσω αλλά δεν ξυπνάω ποτέ και τελικά δεν είναι μόνο μέσα στο κεφάλι μου όλο αυτό και πονάω και φοβάμαι αλλά δεν φοβάμαι πια. Και δεν πονάω πια. Και δεν νιώθω πια.

Την πρώτη φορά που πετάξαμε αετό

-ή μάλλον που προσπάθησαν οι γονείς μου να πετάξουν- ήμουν δύο χρονών. Δεν είχε αέρα, οπότε ο αετός δεν ανέβηκε ποτέ. Και τότε (σύμφωνα με μαρτυρίες) έπιασα τον αετό με τα δύο -ομολογουμένως μικρά- χέρια μου και άρχισα να τον ταρακουνάω με απίστευτη τσαντίλα, γιατί σα δε ντρεπόταν που δεν ήθελε να πετάξει στον ουρανό. Το μυαλό μου τότε δεν μπορούσε να χωνέψει ότι δεν έφταιγε αυτό που έβλεπα μπροστά μου, αλλά η έλλειψη αέρα. Κάτι αόρατο δηλαδή, το οποίο δεν είχα τη δυνατότητα να αντιληφθώ. Τόσα χρόνια μετά, η κατάληξη αυτής της ιστορίας επαναλαμβάνεται στη ζωή μου κατά καιρούς. Αλλά εγώ -σαν ένα χαζό παιδάκι δύο χρονών- ακόμα τσαντιζομαι με τον αετό.

Πετάχτηκα κατά τις πέντε σήμερα

και μετά δεν μ' έπαιρνε ο ύπνος. Δεν ξέρω τί συνέβη, αλλά το συμπέρασμα είναι ότι τώρα, στις 10:30, πίνω τον πρώτο καφέ της ημέρας. Παίρνω το λεωφορείο αυτές τις μέρες γιατί δεν έχω όρεξη να διαχειριστώ τους οδηγούς της Αθήνας. Αυτό μου δίνει χρόνο να σκεφτώ πράγματα. Σήμερα το πρωί λοιπόν σκεφτόμουν για την ποιότητα των ανθρώπων. Δεν με καλύπτουν οι λέξεις «καλός» και «κακός» για να χαρακτηρίσω ανθρώπους. Το κριτήριο για μένα είναι ο βαθμός ενσυναίσθησης. Το πόσο ικανοί είμαστε να μπούμε ο ένας στα παπούτσια του άλλου. Αν το σκεφτείς, μπορεί ένας άνθρωπος να θεωρείται καλός (καλός χριστιανός, καλός επαγγελματίας, καλός οικογενειάρχης), αλλά να είναι ένα άτομο με παρωπίδες, ρατσιστής κλπ, που για μένα σημαίνει ότι έχει εξαιρετικά χαμηλό βαθμό ενσυναίσθησης. Βαριέμαι να το εξηγήσω παραπάνω, εμπιστεύομαι ότι έχεις καταλάβει τί εννοώ. Εν τέλει καταλήγω στο γεγονός ότι με αυτό το κριτήριο αξιολογώ τους ανθρώπους όλη μου τη ζωή. Δεν το είχα καταλάβει. Εκτός αυτού, αντιλαμβάνομαι ότι έχω