φορούσα μία ολόσωμη στολή, σαν αυτήν του αστροναύτη. Και δεν φαινόταν ούτε πρόσωπο, ούτε τίποτα. Και παλιά μου άρεσε πολύ η στολή μου, να ξέρεις. Ήταν τόσο ευρύχωρη και με κρατούσε πάντοτε ζεστή και προστατευμένη.
Όμως δεν είχα παρατηρήσει τόσα χρόνια ότι τελικά ίσως δεν ήταν τόσο βολική η στολή μου όσο νόμιζα. Κάθε φορά που ήθελα να καθίσω λίγο για να ξαποστάσω, δεν χωρούσα σε καρέκλα λόγω του όγκου της. Και με έφαγε η ορθοστασία στο τέλος, με διέλυσε. Πονάει η μέση μου, να ξέρεις. Πονάνε οι πατούσες μου, να ξέρεις. Και προσπαθώ να τεντωθώ για να φτάσω πίσω το φερμουάρ και να την ξεκουμπώσω, αλλά μάλλον έχει κολλήσει το άτιμο και δεν κατεβαίνει με τίποτα. Και με λούζει κρύος ιδρώτας, και στερεύει το οξυγόνο, και νιώθω να πνίγομαι αλλά το φερμουάρ εκεί, αμετακίνητο.
Και η στολή μου δεν είναι καν στολή τελικά, αλλά είναι ένα κλουβί χωρίς πόρτα ή παράθυρο. Και δεν θυμάμαι πώς μπήκα μέσα εξαρχής, ούτε ξέρω πώς να βγω έξω.
Πάντως, μια μέρα θα βγω. Σου το υπόσχομαι.
Σχόλια