Ξυπνάω μέσα στη μέση της νύχτας για νερό. «Όχι ρε @@@». Κάθομαι και το φιλοσοφώ για κάνα πεντάλεπτο, αλλά η δίψα δεν περνά οπότε αναγκάζομαι να σηκωθώ. Πετάγομαι απ' το κρεβάτι και τρέχω μέχρι το διάδρομο που έχει αναμμένο φως, λες και κρύβεται πίσω μου κανένας δολοφόνος. Κοιτάζω τριγύρω, έτοιμη ν' αρπάξω το βάζο που στέκεται στη γωνία και να το χρησιμοποιήσω χωρίς έλεος. Φτάνω έξω απ' την κουζίνα. Το χέρι μου μπαίνει μέσα πριν από μένα και ψηλαφίζω για το διακόπτη. Ταυτόχρονα κοιτάζω μήπως μ' ακολουθεί ο ίδιος δολοφόνος. Μόλις ανάβει το φως μπαίνω γρήγορα και κλείνω την πόρτα πίσω μου. Τσεκάρω απ' την πόρτα της κουζίνας που καθρεφτίζομαι μήπως είναι κανένας πίσω μου, αλλά ταυτόχρονα δεν κοιτάζω έντονα μήπως τύχει και δω κανέναν να με κοιτάζει. Φεύγω γρήγορα προς το νεροχύτη. Παίρνω ποτήρι και καταφέρνω να το γεμίσω νερό χωρίς να κοιτάζω καν τι κάνω, γιατί με το βλέμμα σκανάρω όλο το δωμάτιο για ύποπτες κινήσεις. Μέσα σε δευτερόλεπτα πίνω και τρέχω προς το δ