και ήταν μία σούπα το μέσα μου. Και ένιωθα σαν παιδάκι που έκανε σκανταλιά όσο σε κρατούσα. Είναι που είχαμε πιει και οι δύο. Κανένας έλεγχος. Μαζευόμαστε πάλι στα λαγούμια μας όμως τώρα, ναι; Μόλις λάβω μήνυμα ότι είσαι καλά, θα ξαναμπλοκάρω το τηλέφωνο. Δεν ξέρω τί δύναμη με έσπρωξε να το ξεμπλοκάρω. Εν τω μεταξύ δεν πίστευα ότι θα έρθεις γιατί έχω συνηθίσει να απογοητεύομαι. Κοίτα να δεις. Περίεργα πράγματα συμβαίνουν.
Είναι παραμονή Πρωτοχρονιάς... Η μαμά με την αδερφή μου έχουν ήδη πέσει για ύπνο, και δεν έχει πάει καν έντεκα. Και ο μπαμπάς; Ο μπαμπάς με την κανάτα στο χέρι, να μουρμουρίζει, να μπερδεύει τα λόγια του και να ρίχνει και κάτι διαόλους στον αέρα. Ντρέπομαι. Ντρέπομαι που η οικογένειά μου δεν είναι σαν όλες τις άλλες. Ευτυχισμένη. Βαρετή. Ω κάθε άλλο παρά βαρετή είναι! Οι φίλες μου στο σχολείο θα διηγούνται τις ωραίες οικογενειακές χριστουγεννιάτικες εκδρομές τους. Κι εγώ; Εγώ θα προσεύχομαι από μέσα μου να μην έρθει η σειρά μου να μιλήσω. Τι να πω άλλωστε; Ότι πλέον δεν μπορεί να ξεχωρίσει κανείς πότε είναι μεθυσμένος και πότε ξεμέθυστος; Αλλά του 'χω αδυναμία. Και μου 'χει κι αυτός! Τις προάλλες πήγαμε στο εξοχικό να κάνουμε κάτι δουλειές, αυτός ήπιε, ήπιε... Έκατσα μόνη μου και έκανα όλη τη δουλειά, ενώ αυτός είχε πέσει αναίσθητος απ' το πολύ κρασί. Δεν ήθελα να δω τα μάτια σου γεμάτα συγκίνηση, μπαμπά, μόλις είδες την μίζερη προσπάθειά μου να μην τσακωθείτε πάλι
Σχόλια