κοντεύουν να φτάσουν στη μασχάλη μου πλέον. Δεν μπορώ να το πιστέψω. Έκανα το πρώτο μου μπιφτέκι πριν κάτι μέρες που είχα πάει στη horeca. Κάθομαι και τα πιάνω απ' τις άκρες και τα τεντώνω κάτω, και τα παρατηρώ. Πέρσι το Νοέμβριο πήγα τελευταία φορά στον κουρέα. Πρόπερσι. Πλέον είναι πρόπερσι. Τα 'παθα λίγο τώρα. Πόση υπομονή έχω κάνει να μακρύνουν αυτά τα μαλλιά; Νιώθω ότι αποκτώ πίσω ένα κομμάτι του εαυτού μου, πόντο πόντο. Απορώ κι εγώ με τον εαυτό μου κι τη μανία που με έπιασε όταν τα έκοψα σχεδόν γουλί. Αλλά δεν το μετανιώνω καθόλου, το είχα ανάγκη. Απλά τώρα πρέπει να περιμένω. Πάλι περιμένω.
Είναι παραμονή Πρωτοχρονιάς... Η μαμά με την αδερφή μου έχουν ήδη πέσει για ύπνο, και δεν έχει πάει καν έντεκα. Και ο μπαμπάς; Ο μπαμπάς με την κανάτα στο χέρι, να μουρμουρίζει, να μπερδεύει τα λόγια του και να ρίχνει και κάτι διαόλους στον αέρα. Ντρέπομαι. Ντρέπομαι που η οικογένειά μου δεν είναι σαν όλες τις άλλες. Ευτυχισμένη. Βαρετή. Ω κάθε άλλο παρά βαρετή είναι! Οι φίλες μου στο σχολείο θα διηγούνται τις ωραίες οικογενειακές χριστουγεννιάτικες εκδρομές τους. Κι εγώ; Εγώ θα προσεύχομαι από μέσα μου να μην έρθει η σειρά μου να μιλήσω. Τι να πω άλλωστε; Ότι πλέον δεν μπορεί να ξεχωρίσει κανείς πότε είναι μεθυσμένος και πότε ξεμέθυστος; Αλλά του 'χω αδυναμία. Και μου 'χει κι αυτός! Τις προάλλες πήγαμε στο εξοχικό να κάνουμε κάτι δουλειές, αυτός ήπιε, ήπιε... Έκατσα μόνη μου και έκανα όλη τη δουλειά, ενώ αυτός είχε πέσει αναίσθητος απ' το πολύ κρασί. Δεν ήθελα να δω τα μάτια σου γεμάτα συγκίνηση, μπαμπά, μόλις είδες την μίζερη προσπάθειά μου να μην τσακωθείτε πάλι
Σχόλια