Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

CSI: Patras

Ξυπνάω μέσα στη μέση της νύχτας για νερό. «Όχι ρε @@@». Κάθομαι και το φιλοσοφώ για κάνα πεντάλεπτο, αλλά η δίψα δεν περνά οπότε αναγκάζομαι να σηκωθώ.

Πετάγομαι απ' το κρεβάτι και τρέχω μέχρι το διάδρομο που έχει αναμμένο φως, λες και κρύβεται πίσω μου κανένας δολοφόνος. Κοιτάζω τριγύρω, έτοιμη ν' αρπάξω το βάζο που στέκεται στη γωνία και να το χρησιμοποιήσω χωρίς έλεος.

Φτάνω έξω απ' την κουζίνα. Το χέρι μου μπαίνει μέσα πριν από μένα και ψηλαφίζω για το διακόπτη. Ταυτόχρονα κοιτάζω μήπως μ' ακολουθεί ο ίδιος δολοφόνος. Μόλις ανάβει το φως μπαίνω γρήγορα και κλείνω την πόρτα πίσω μου.

Τσεκάρω απ' την πόρτα της κουζίνας που καθρεφτίζομαι μήπως είναι κανένας πίσω μου, αλλά ταυτόχρονα δεν κοιτάζω έντονα μήπως τύχει και δω κανέναν να με κοιτάζει. Φεύγω γρήγορα προς το νεροχύτη.

Παίρνω ποτήρι και καταφέρνω να το γεμίσω νερό χωρίς να κοιτάζω καν τι κάνω, γιατί με το βλέμμα σκανάρω όλο το δωμάτιο για ύποπτες κινήσεις. Μέσα σε δευτερόλεπτα πίνω και τρέχω προς το δωμάτιο.

Πέφτω με άλμα απ' την πόρτα κατευθείαν στο κρεβάτι λες και έχει γεμίσει το πάτωμα αλιγάτορες. Και εκεί που είμαι έτοιμη να ξανακοιμηθώ...

Ξαφνικά ακούγεται ένα τρίξιμο! Όπα, εδώ είμαστε! Τον τσάκωσα!

Μπα... Είναι απλά το κλιματιστικό...

Σχόλια

Ο χρήστης Just a dream... είπε…
Κ νόμιζα πως μόνο εμένα με πιάνει αυτή η μανία καταδίωξης μέσα στη νύχτα! Χαχα!
Ο χρήστης Thunder είπε…
ειμαστε πολλοι μουρλοι εδω γυρω, μην νομιζεις!! :D

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η βλαμμένη μανάβισσα.

Μ' είχαν πιάσει οι καλές μου σήμερα και είπα να πάω να κάνω κάτι ψώνια για το σπίτι. Θα μαγείρευα κιόλας κοτόπουλο και ήθελα τρία καρότα και μία πιπεριά Φλωρίνης. Το σημειώνουμε αυτό. Πρώτα πέρασα απ' τη μανάβισσα, και αφού διάλεξα αυτά που ήθελα και πάω να τα ζυγίσω, της δίνω πενηντάρικο για πράγματα που στοίχιζαν τρία ευρώ. Είχα και το απολογητικό βλέμμα τύπου «θα σε ταλαιπωρήσω λίγο με τα ρέστα». Ήμουν ευγενέστατη!  Οπότε μου αρπάζει τη σακούλα απ' τα χέρια και μου λέει «ΦΥΓΕ!» Κάγκελο εγώ. Άλλα όχι κυρία μου! Δεν θα μου χαλάσεις εσύ τη μέρα! Της είπα να πάω να πάρω κάτι χαρτικά που ήθελα, να χαλάσω λεφτά και να γυρίσω, και γυρίζει με υφάκι και μου λέει «κάνε ό,τι θες, δεν μ' ενδιαφέρει»  Αγαπητή κυριούλα. ΣΕ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ. Γιατί ακριβώς στο επόμενο τετράγωνο από σένα έχει ανοίξει σούπερ μάρκετ, και επίσης ανάμεσα σε σένα και το εν λόγω σούπερ μάρκετ κάθε Σάββατο έχει λαϊκή! Οπότε, επειδή -αν δεν απατώμαι- το μαγαζί σου έτσι κι α...

Και πήρα το σκεπάρνι

και άρχισα να κοπανάω παντού, όπου έβρισκα κάτι να προεξέχει. Άνοιγα διόδους όπου μπορούσα, ίσα να μπορέσω να κάνω λίγο χώρο να αναπνεύσει το μέσα μου. Ο αέρας όμως ήταν γεμάτος σκόνη και τα μπάζα ατάκτως ερριμμένα. Και πήρα φόρα η χαζή χωρίς μια μάσκα, χωρίς γάντια. Και έβηχα σαν καρκινοπαθής στο τελευταίο στάδιο, και γέμισαν πληγές τα χέρια μου από την τριβή. Μην με ρωτάς αν αυτό με σταμάτησε, προφανώς και όχι. Όσο έβλεπα το φως να τρυπώνει απ' τις ρωγμές, συνέχιζα με περισσότερη λύσσα, λες και φορτίζεται η ψυχή μου με φωτοβολταϊκά. Η μόνη ελπίδα είναι πως πίσω από τα τείχη θα βρω ήλιο, όχι χιλιάρη προβολέα.

Τέντωσέ την μέχρι να κοπεί,

σκέψου πόσο διασκεδαστικό θα είναι να τη φτάσεις στα όρια. Σκέψου την αδρεναλίνη όταν τραβάς λίγο ακόμα, λιιιγο ακόμα. Θα αντέξει άραγε; Μα πώς; Πώς μπορεί και μένει έτσι, αλώβητη; Ούτε μία ρωγμή, κοίταξέ την. Κοίτα την. Τράβηξε λίγο ακόμα. Τίποτα. Βάλε κι άλλη δύναμη, μπορείς και καλύτερα. Ή χειρότερα, αναλόγως την πλευρά που το βλέπει κανείς. Πρόσεχε όμως, γιατί όταν σπάσει δεν θα μπορέσεις να κρυφτείς απ'τα θραύσματα που θα σκορπίσουν παντού. Πρόσεχε, γιατί όταν σπάσει θα γεμίσει ο τόπος με γυαλί και ατσάλι. Να μην είσαι ξυπόλυτος, εντάξει; Να μην είσαι γυμνός γιατί θα σε μαχαιρώσουν τα κομμάτια όπου βρούν. Τράβα κι άλλο, αφού το θέλεις, όμως μην το μετανιώσεις στο τέλος. Μετά δεν υπάρχει γυρισμός. Υπάρχει μόνο η σκούπα και το φαράσι, αλλά δεν σε κόβω να έχεις όρεξη να τα μαζέψεις. Κανείς δεν έχει όρεξη στο τέλος, έτσι δεν είναι;