και άρχισα να κοπανάω παντού, όπου έβρισκα κάτι να προεξέχει. Άνοιγα διόδους όπου μπορούσα, ίσα να μπορέσω να κάνω λίγο χώρο να αναπνεύσει το μέσα μου. Ο αέρας όμως ήταν γεμάτος σκόνη και τα μπάζα ατάκτως ερριμμένα. Και πήρα φόρα η χαζή χωρίς μια μάσκα, χωρίς γάντια. Και έβηχα σαν καρκινοπαθής στο τελευταίο στάδιο, και γέμισαν πληγές τα χέρια μου από την τριβή. Μην με ρωτάς αν αυτό με σταμάτησε, προφανώς και όχι. Όσο έβλεπα το φως να τρυπώνει απ' τις ρωγμές, συνέχιζα με περισσότερη λύσσα, λες και φορτίζεται η ψυχή μου με φωτοβολταϊκά. Η μόνη ελπίδα είναι πως πίσω από τα τείχη θα βρω ήλιο, όχι χιλιάρη προβολέα.
Είναι παραμονή Πρωτοχρονιάς... Η μαμά με την αδερφή μου έχουν ήδη πέσει για ύπνο, και δεν έχει πάει καν έντεκα. Και ο μπαμπάς; Ο μπαμπάς με την κανάτα στο χέρι, να μουρμουρίζει, να μπερδεύει τα λόγια του και να ρίχνει και κάτι διαόλους στον αέρα. Ντρέπομαι. Ντρέπομαι που η οικογένειά μου δεν είναι σαν όλες τις άλλες. Ευτυχισμένη. Βαρετή. Ω κάθε άλλο παρά βαρετή είναι! Οι φίλες μου στο σχολείο θα διηγούνται τις ωραίες οικογενειακές χριστουγεννιάτικες εκδρομές τους. Κι εγώ; Εγώ θα προσεύχομαι από μέσα μου να μην έρθει η σειρά μου να μιλήσω. Τι να πω άλλωστε; Ότι πλέον δεν μπορεί να ξεχωρίσει κανείς πότε είναι μεθυσμένος και πότε ξεμέθυστος; Αλλά του 'χω αδυναμία. Και μου 'χει κι αυτός! Τις προάλλες πήγαμε στο εξοχικό να κάνουμε κάτι δουλειές, αυτός ήπιε, ήπιε... Έκατσα μόνη μου και έκανα όλη τη δουλειά, ενώ αυτός είχε πέσει αναίσθητος απ' το πολύ κρασί. Δεν ήθελα να δω τα μάτια σου γεμάτα συγκίνηση, μπαμπά, μόλις είδες την μίζερη προσπάθειά μου να μην τσακωθείτε πάλι
Σχόλια